Σάββατο 13 Δεκεμβρίου 2014

ΟΜΙΛΙΑ ΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΟΥ δ. ΣΟΦΙΑΣ ΚΑΥΚΟΠΟΥΛΟΥ ΣΤΗΝ ΚΑΤΩ ΑΧΑΪΑ ΤΗΝ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΗΜΕΡΙΔΑ ΓΙΑ ΤΑ 300 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΕΘΝΕΓΕΡΤΗ ΑΓΙΟΥ ΠΑΤΡΟΚΟΣΜΑ



ΚΟΣΜΑΣ Ο ΑΙΤΩΛΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΔΡΑΣΗΣ ΤΟΥ
 

Μετά την οριστική πτώση τού Βυζαντινού Κράτους στα χέρια των Οθωμανών, αρχίζει μία νέα περίοδος ολοένα αυξανόμενης παρακμής και σκοταδισμού, που μπορούμε να παραλληλίσουμε με το δυτικό Μεσαίωνα. Σταδιακά, το μεγαλείο τού βυζαντινού ιδεώδους, το οποίο ήδη πριν την Άλωση είχε αρχίσει να φθίνει, παραγκωνίζεται ολοσχερώς. Οι υπόδουλοι ραγιάδες ενώ στην αρχή προσπαθούν να κρατήσουν την πίστη, τη γλώσσα και την εθνική τους υπόσταση, με την πάροδο των χρόνων δεν καταφέρνουν να διατηρήσουν ανέπαφη τη θρησκευτική και εθνική τους ταυτότητα.
Οι βίαιοι εξισλαμισμοί και το αιμοσταγές παιδομάζωμα, εξαναγκάζουν χριστιανικούς πληθυσμούς σε πλήρη αλλοίωση τού εθνικού τους χαρακτήρα. Ακόμη, κάτω από την τουρκική διοίκηση, οι χριστιανικοί εντόπιοι πληθυσμοί, ζουν αποκομμένοι, χωρίς ιδιαίτερη επαφή με τούς Τούρκους αλλά και μεταξύ τους. Απομονώνονται και ελλείψει εκπαίδευσης και θρησκευτικής ζωής, εκβαρβαρίζονται άλλοτε σε μικρότερο και άλλοτε σε μεγαλύτερο βαθμό. 


Βεβαίως, υπάρχουν εν μέσω Τουρκοκρατίας, προσωπικότητες όπως ο Ηλίας Μηνιάτης ή ο Νικηφόρος Θεοτόκης και άλλοι, οι οποίοι προσπαθούν να εμφυσήσουν στους σκλαβωμένους Ρωμηούς την ευαγγελική διδασκαλία και το εθνικό φρόνημα, ωστόσο ο λόγος τους δεν κατορθώνει να φτάσει στις πλατιές μάζες λαού, που ζει σε συνθήκες ηθικής κατάπτωσης, κυριευμένος από δεισιδαιμονίες, χωρίς καμμία επίγνωση τής εθνικής του ταυτότητας, κι έχοντας ξεχάσει να θρησκεύει.
Η ελληνική γλώσσα πλήττεται έντονα όπως είναι φυσικό, διότι λόγω των εξισλαμισμών και τής χρήσης τής τουρκικής γλώσσας από την κρατική διοίκηση, οι περιχαρακωμένοι ραγιάδες τής επαρχίας συνηθίζουν να μιλούν χρησιμοποιώντας διάφορες ντοπιολαλιές όπως τη βλάχικη ή την αρβανίτικη διάλεκτο, γεγονός το οποίο θα ακολουθεί για πολύ καιρό τις διάφορες περιοχές τής χώρας μας, ακόμη και μετά την ίδρυση τού ελληνικού κράτους. Όπως θαυμάσια μας το δίνει στο θεατρικό έργο ‘’Βαβυλωνία’’ ο Δημήτριος Βυζάντιος στις αρχές τού 19ου αιώνος.

Δύο σπουδαία γεγονότα τα οποία εδραίωσαν την τουρκική κυριαρχία και συνέβαλαν στην ακόμη βαθύτερη παρακμή και κυριολεκτική συντριβή κάθε ελπίδας των ραγιάδων για ελευθερία, ήταν η κατάκτηση τής Κρήτης το 1669, όπου εξαντλήθηκε κάθε μορφή βίας και σκληρότητας έναντι των κατοίκων. Οι πρωτοφανείς εξισλαμισμοί και τα βασανιστήρια έγιναν συνήθη. Έπειτα, ο τουρκοβενετικός πόλεμος (1714-1718) όπου η Βενετοί χάνουν κάθε δικαίωμα στην Πελοπόννησο και την Κρήτη, αφήνει την τύχη των ραγιάδων εξ ολοκλήρου στους Τούρκους και ευνοεί τις συνθήκες του περαιτέρω αποκλεισμού τους. 

Φθάνουν, λοιπόν, οι σκλαβωμένοι εγχώριοι πληθυσμοί, να εξισλαμίζονται ομαδικώς και μάλιστα με τη θέλησή τους, κατά τη διάρκεια τού 17ου, ακόμη και 18ου αι., αν και το παιδομάζωμα είχε καταργηθεί οριστικά από το σουλτάνο Μεχμέτ τον Δ’ στα 1670. Η επιλογή να ασπαστούν το Κοράνι, έρχεται ως επιστέγασμα αφ’ ενός τής έλλειψης εθνικού φρονήματος, και αφ’ ετέρου των εξαντλητικών φόρων στους οποίους δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν. Αβάστακτοι, αν σκεφτούμε πως στα τέλη του 18ου αι. (1776) ανέρχονται σε 18 ειδών διαφορετικούς φόρους. Ουσιαστικά, οι ομαδικοί εξισλαμισμοί αναχαιτίζονται μετά τη συνθήκη τού Κιουτσούκ Καϊναρτζή στα 1774, χωρίς αυτό να σημαίνει την οριστική παύση τους σε Ήπειρο και Αλβανία.

Παρ’ όλ’ αυτά, υπάρχουν πόλεις που συγκεντρώνουν πλούτο και πολιτισμική άνθιση. Είναι πόλεις, οι οποίες αποτελούν κέντρα εμπορίου και έχουν μεγάλη πληθυσμιακή αύξηση. Όπως τα Γιάννενα, η Θεσσαλονίκη, η Φιλιππούπολη και άλλες πόλεις στη Θεσσαλία. Όμως, ουσιαστικά δεν δύνανται να οικοδομήσουν κάτι καλό και στέρεο για τις υπόλοιπες επαρχίες που ζουν σε πρωτόγονη πνευματική κατάσταση.

Σε μια τέτοια λοιπόν περιοχή, άγρια και απομονωμένη, με λιγοστούς κατοίκους και εκτεταμένα τα σημάδια τής παρακμής, γεννήθηκε ο Άγιος Κοσμάς ο επονομαζόμενος Αιτωλός. Περιοχή αποκομμένη, δύσβατη, όπου οι ληστείες είχαν γίνει καθεστώς, και όπου οι άνθρωποι είχαν λησμονήσει τις ρίζες με το παρελθόν. Απόρροια αυτής τής ηθικοπνευματικής κατάπτωσης, όπως και στα άλλα μέρη -ιδίως τα ορεινά-, ήταν η έλλειψη σχολείων για την εκπαίδευση των ελληνόπουλων, αλλά και ιερέων για την τέλεση των θρησκευτικών καθηκόντων. 


  
Σημαντική προσπάθεια για την εκπαίδευση, είχε γίνει από τον Ευγένιο Γιαννούλη στα 1662, οπότε συστάθηκε σχολείο στο μοναστήρι τής Αγίας Παρασκευής των Μεγάλων Βρανιανών. Εκεί φοίτησαν πολλοί νέοι από τα γύρω χωριά, όμως η γενική κατάσταση του τόπου δεν άλλαξε.

Σύμφωνα με περιηγητές τής εποχής, ο αριθμός των κατοίκων ήταν πολύ μικρός σε όλη την περιοχή της Αιτωλίας και Ακαρνανίας, και οι εδαφικές και κλιματολογικές συνθήκες τόσο αφιλόξενες, που η απομόνωση της συνεχίστηκε μέχρι το 1860. Όσον αφορά στη θρησκευτικότητα των εντοπίων, αυτή είναι εμφανής στο γεγονός πως πολλά παιδιά έμεναν αβάφτιστα και πολλοί άνθρωποι πέθαιναν αβάφτιστοι και χωρίς θρησκευτική εξόδιο τελετή.

Μέσα σε αυτήν την πραγματικότητα, γεννήθηκε ο Κοσμάς, κατά κόσμον Κωνσταντίνος Δημητρίου, εν έτει 1714, σε ένα χωριό τής τότε επαρχίας Αποκούρου στην Αιτωλία. Πολλές γνώμες έχουν διατυπωθεί σχετικά με το ποιο χωριό είναι η ιδιαίτερη πατρίδα τού Αγίου. Ωστόσο, βασιζόμενοι στη χειρόγραφη μαρτυρία τού αδερφού του Χρυσάνθου, μπορούμε να τοποθετήσουμε την καταγωγή του στο χωριό Ταξιάρχης, όπου σώζεται μάλιστα το σπίτι που γεννήθηκε. 



Μέχρι τα είκοσι χρόνια του, ο Άγιος φαίνεται να έμενε στο χωριό του, ασχολούμενος με γεωργικές και χειροτεχνικές εργασίες μαζύ με τους γονείς του. Από μικρός έδειχνε ιδιαίτερη αγάπη για τα γράμματα, όμως στα είκοσί του χρόνια πήρε την απόφαση να σπουδάσει στο σχολείο τής Αγίας Παρασκευής. Εκεί πήρε και μαθήματα πρακτικής ιατρικής που τού χρησίμευσαν αργότερα. Στη συνέχεια διορίστηκε δάσκαλος στο χωριό Λομποτινά. Μόλις έμαθε πως δημιουργήθηκε η Αθωνιάδα Ακαδημία το 1743, έσπευσε να μαθητεύσει στο πλευρό σπουδαίων δασκάλων όπως ο Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης, ο Παναγιώτης Παλαμάς και ο Ευγένιος Βούλγαρις, με τον οποίο συνδέθηκε στενά, συμμεριζόμενος το όραμά του για πνευματική και ηθική αναγέννηση τής εθνότητας. Στην Αθωνιάδα παρακολούθησε φιλολογικά, φιλοσοφικά, θεολογικά και φυσικών επιστημών μαθήματα, αλλά κυρίως επιδόθηκε στη μελέτη τού Ευαγγελίου και των Γραφών.

Μετά τις έριδες τού 1758 που αναστάτωσαν τη σχολή, ο Κοσμάς αποσύρθηκε στη Μονή Φιλοθέου. Εκάρη μοναχός το επόμενο έτος (1759) και εν συνεχεία χειροτονήθηκε πρεσβύτερος – ιερομόναχος παίρνοντας το όνομα Κοσμάς. Ήθελε να γίνει ιεροκήρυκας για να μπορέσει να διδάξει στον αμαθή λαό, όλα όσα ήσαν απαραίτητα για την αναμόρφωσή του. Αποφάσισε να πάει στην Κωνσταντινούπολη, όπου βρισκόταν ο αδερφός του Χρύσανθος -δάσκαλος των παιδιών τού Σούτσου, με διασυνδέσεις στο Πατριαρχείο-, για να λάβει επισήμως άδεια κηρύγματος από το ρωσόφιλο Πατριάρχη Σεραφείμ Β’. Η άδεια τού δόθηκε με προθυμία και ο Κοσμάς ξεκίνησε να οργώνει με τα πόδια, χωρίς μέσο μεταφοράς ή χρήματα, όλη την ηπειρωτική Ελλάδα και τα Επτάνησα.

Πραγματοποίησε συνολικά τέσσερις περιοδείες, από το 1760 έως το μαρτυρικό του θάνατο το 1779. Η πρώτη περιοδεία του διαρκεί τρία χρόνια, από το 1760 έως το 1763. Σε αυτό το διάστημα επισκέπτεται τη Θράκη, τη Μακεδονία και την Αιτωλία. Η δεύτερη περιοδεία διαρκεί έντεκα χρόνια, έως το 1774, με επίσκεψη ξανά σε Θράκη και Μακεδονία, Πελοπόννησο, Ήπειρο, Στερεά και Νησιά Ιονίου και Αιγαίου. Από το 1775 έως το 1777, ο Άγιος περιοδεύει για τρίτη φορά, περνώντας από περιοχές τής Μακεδονίας, Θεσσαλίας, Δωδεκανήσων, Ηπείρου και Ιονίων νήσων. Τέταρτη και τελευταία περιοδεία ήταν στην Ήπειρο και Αλβανία από το 1777 έως το 1779. Στα 1775, ο Κοσμάς έρχεται για λίγο στο Άγιο Όρος, κηρύττοντας στους μοναχούς. Ο βίος τον οποίων ποτέ δεν ήλκυσε τον ίδιο, διότι τούς έβρισκε  απαθείς προς τα κοινωνικά προβλήματα. Ζούσαν απορροφημένοι μόνο στα θρησκευτικά τους καθήκοντα, απόρροια τής Τουρκοκρατίας  άλλως τε. Ουδείς αμύνεται ή ηγείται μιας νέας προοδευτικής κίνησης.

Διαπερνώντας πολλές περιοχές, κάποιες εξ αυτών δύο ή τρεις φορές, ο Άγιος Κοσμάς κήρυττε στα πλήθη, με πύρινη γλώσσα, συγκινώντας και προκαλώντας το εθνικό αίσθημα που είχε υπνωθεί για αιώνες. Μιλούσε σε απλή, δημοτική γλώσσα και γινόταν κατανοητός από όλους. Στους λόγους του συμβούλευε τούς ανθρώπους να έχουν αγάπη, ομόνοια, ανιδιοτέλεια και στηλίτευε εντόνως τούς εξισλαμισμούς. Κήρυττε τη δικαιοσύνη, την ισότητα ανάμεσα στα δύο φύλα –κάτι πρωτοποριακό για την εποχή του-, πολεμούσε την τοκογλυφία, που ήταν σωστή μάστιγα τότε, και με φανατισμό επέμενε στην καθιέρωση της Κυριακής αργίας. Αυτό μάλιστα, συνέβαλε στο μίσος των Εβραίων εναντίον του, καθώς τούς απαγόρευε να κάνουν τα παζάρια τους την Κυριακή. Στα Επτάνησα κατηγορείται από Εβραίους, Βενετούς και ντόπιους άρχοντες σαν αιρετικός, στη Ζάκυνθο μάλιστα κακοποιείται σωματικώς ώσπου απελαύνεται.

Το αναμορφωτικό του σχέδιο μολαταύτα δε σταματά. Η περίθαλψη των φτωχών και των ορφανών, η επιταγή να μιλούν όλοι την ελληνική και όχι τις διάφορες διαλέκτους, αλλά και το ηθικό και κοινωνικό περιεχόμενο των Διδαχών του, δεν αφήνουν περιθώριο αμφισβήτησης τής πρωτοποριακής του διάθεσης. Σκοπός του παραμένει πάντα η εθνική έγερση, αλλά για να την πετύχει, ξέρει πως πρέπει να θέσει τις πνευματικές και ηθικές βάσεις στο ακροατήριό του. Για τον Πατροκοσμά, υπάρχει συγκερασμός ελληνισμού και ορθοδοξίας. Αν και διαφοροποιείται με τους δασκάλους του στην Αθωνιάδα, λόγω τής εμμονής του στη δημοτική γλώσσα και της απόρριψης του αρχαιοελληνικού ιδεώδους, εν τούτοις ο σκοπός του είναι πάντα κοινός με τού Ευγένιου Βούλγαρι. Η σύσταση τού νεοελληνικού κράτους .

Θεωρεί τη μόρφωση θεμέλιο λίθο της εθνικής αφύπνισης. Ο ίδιος είχε βαθειά μόρφωση, όχι βέβαια επιστημονική κατάρτιση. Η κλασσική παιδεία τής αρχαιότητας, είναι  κατά τη γνώμη του ανίκανη να διαπαιδαγωγήσει το λαό. Περιοδεύοντας και αντικρίζοντας την πρωτόγονη αγριότητα τού λαού, πείθεται ότι δεν υπάρχει σχέση με τούς αρχαίους Έλληνες. Λέει πως «Τα κακά θά ‘ρθουν απ’ τούς διαβασμένους». Και πολλάκις αυτή η έκφραση έχει παρεξηγηθεί. Τι εννοεί όμως; Στρέφεται κατά των σχολαστικών που εμμένουν σε μια γλώσσα ακατανόητη, αλλά και όσων προσπαθούν να δώσουν μία παιδεία ξένη στα ελληνόπουλα, που θα αποβεί από άχρηστη έως και επικίνδυνη για το μέλλον τής πατρίδας. Θεμελιώνει σχολεία, τα οποία λειτουργούν με έσοδα Μονών, Ναών και Κοινοτήτων. Μέχρι το θάνατό του τον Αύγουστο τού 1779, τα σχολεία που είχε ιδρύσει ανέρχονται στα 247, κατ’ άλλους είναι 300 και κατ’ άλλους 1000! Ποτέ δε ζητούσε χρήματα για το έργο του, όταν όμως κάποιος προσέφερε ένα ποσό, το διέθετε αμέσως για κατασκευή σχολείου ή αγορά κολυμβήθρας. Όσον αφορά την εύρυθμη λειτουργία των σχολείων αυτών, έδινε τη δημοκρατική ευκαιρία τής συμμετοχής στην ευθύνη για τη φροντίδα τους, σε επιτροπές συσταθείσες από το λαό. Είναι κι αυτό μάλιστα μία βοήθεια να αναπτερωθεί το ηθικό των υποδούλων μιας και λόγω τής υποτέλειας νιώθουν μειονεκτικά.


Απ’ όπου περνά ο Άγιος Κοσμάς, στήνει ένα σταυρό, σημάδι τής επισκέψεώς του, ανεβαίνει σε ένα σκαμνάκι και τα πλήθη συρρέουν για να τον ακούσουν. Τούς ελκύει με τη σαφήνεια τού λόγου του, την ευρύτητα των οραματισμών του, εμπνέει με την αγωνιστικότητα του, και με την αγάπη του για το Θεό, το συνάνθρωπο και την πατρίδα, γίνεται φορέας τής χριστιανικής αναγέννησης. Όμως πολλές είναι οι φορές που στο ακροατήριο βρίσκονται κατάσκοποι που τον παρακολουθούν. Τότε τα λόγια του γίνονται διφορούμενα και μοιάζουν με προφητείες. Δε σταματά στιγμή να μαγνητίζει τούς υπόδουλους, ακόμη και με την ίδια τη στάση ζωής του, χωρίς ψιμύθια, υποκρισία, θέτοντας τον εαυτό του σ’ ένα σωρό κινδύνους και κακουχίες, αλλά μη εγκαταλείποντας ούτε κατά διάνοια το έργο του. Τα υλικά αγαθά τον αφήνουν ασυγκίνητο˙ το ίδιο προτρέπει και το ακροατήριο του, να τα περιφρονεί και να ενδιαφέρεται μόνο για τα πνευματικά στολίδια.

Ο Pouqueville, ο οποίος περιηγήθηκε στα μέρη τής Αιτωλίας το 1815, ανέφερε για τον Κοσμά ότι είχε σπουδαία ευφράδεια λόγου, ικανότητα να θεραπεύει ασθένειες και προφητική δύναμη. Ιστορεί επίσης την αγάπη τού λαού προς το γέροντα, αλλά και το σεβασμό τού Αλή Πασά προς εκείνον. Μετά το μαρτυρικό θάνατο τού γέροντα, ο Αλής, νίκησε τον Κουρτ Πασά κι έγινε ο ίδιος Πασάς τού Μπερατίου, έχτισε ναό στον τόπο όπου μαρτύρησε ο Άγιος, κατασκεύασε ασημένια θήκη για την κάρα του, και συχνά την προσκυνούσε. Όταν οι μωαμεθανοί σκανδαλίζονταν από αυτήν την κατάσταση, έλεγε: «Φέρετέ μου ένα μουσουλμάνο σαν κι αυτό το χριστιανό και να τού φιλήσω και τα πόδια». Τόσος ήταν ο σεβασμός του για τον Άγιο Κοσμά τόσο όταν ήταν εν ζωή, αλλά και έπειτα.

Στο πέρασμα τού Πατροκοσμά από τη Βόρειο Ήπειρο και την Αλβανία το 1777, παύουν οι οικιοθελείς εξισλαμισμοί. Τους κατοίκους των περιοχών αυτών, συμβουλεύει να μιλούν την ελληνική γλώσσα, καθώς οι περισσότεροι μιλούσαν αρβανίτικα και βλάχικα. Παντού όμως συναντά την αντίδραση τού ανώτερου κλήρου, το μίσος των Εβραίων, των πλουσίων, των εμπόρων αλλά και την υποψία των Τούρκων. Στα μέρη των Ιωαννίνων, η πολεμική του έναντι των Εβραίων προκαλεί την συκοφαντία τού Αγίου, ως επαναστάτη, φιλορώσο υπονομευτή τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ωστόσο δε συλλαμβάνεται, μετά από χρηματικό αντάλλαγμα των φίλων του στον πασά.

Συνεχίζει να κηρύττει και να καταδιώκεται –η θέληση για προσφορά μεγαλώνει μέσα του καθώς διαβλέπει το τέλος-. Οι Εβραίοι που στο παρελθόν τον είχαν κατηγορήσει μια σαν όργανο των Βενετών και μια των Ρώσων, χωρίς αποτέλεσμα, αποφασίζουν να δωροδοκήσουν με μεγάλο χρηματικό ποσό τον Κουρτ Πασά τού Μπερατίου για να τον εκτελέσει. Ο γέροντας βρίσκει καταφύγιο στο Τεπελένι, στο αρχοντικό τού Αλή Πασά, απ’ όπου αναχωρεί την επομένη για να περιοδεύσει ξανά. Στο χωριό Καλικόντασι συλλαμβάνεται και καταδικάζεται με την κατηγορία τού ξεσηκωμού των ραγιάδων σε επανάσταση κατά των Τούρκων και πως οι κάμποι έμεναν ακαλλιέργητοι, από το γεγονός ότι ο λαός άφηνε τις ασχολίες του για να τρέξει πίσω από τον Κοσμά. Βρίσκει μαρτυρικό θάνατο δι’ απαγχονισμού την 24η Αυγούστου 1779, ημέρα Σάββατο. Το σώμα του ρίπτεται στον Άψο ποταμό, γυμνό και με πέτρα δεμένη στο λαιμό. Τρεις μέρες αργότερα βρέθηκε από έναν ιερέα ονόματι Μάρκο, ο οποίος το ενταφίασε στο Ναό των Εισοδίων στο χωριό Καλικόντασι. 


Αν και το περιεχόμενο της διδασκαλίας του παρέμενε ηθικοθρησκευτικό, συγχρόνως ο αγώνας του είχε κοινωνικό και εθνικό σκοπό. Στο διάστημα που περιόδευσε την ελληνική γη, πολέμησε την αμάθεια και νίκησε τη στασιμότητα. Έδωσε την πρώτη ώθηση για τον απελευθερωτικό αγώνα των υποδούλων, διαδραματίζοντας προπαρασκευαστικό ρόλο για την Επανάσταση τού 1821. Με τον εθνεγερτήριο λόγο του, ορθώνοντας το μικρό του ανάστημα, ξυπνά συνειδήσεις και θέτει τις βάσεις για την οριστική αναμόρφωση και εθνική ανεξαρτησία. Εκτός από την επίλυση των προβλημάτων τού καιρού του, μπολιάζει την λαϊκή ψυχή με το σθένος για περαιτέρω αγώνες. Και θα βρει ανταπόκριση, ακόμη και μετά από πολλά χρόνια, τα λόγια που έσπειρε θα φυτρώνουν. Οι αγώνες του θα δικαιώνονται.

Το ενθεγερτήριο σάλπισμα των λόγων του, έθεσε τις βάσεις για την απήχηση τής Επαναστάσεως τού 1821. Ο Κοσμάς θεωρείται δικαίως εθναπόστολος, μία εκ των σπουδαιοτέρων μορφών τής προεπαναστατικής περιόδου μαζύ με το Ρήγα Φεραίο. Τελειώνοντας με τη σκιαγράφηση τής εποχής που γέννησε τη μορφή του, συνάμα και των χρόνων δράσης του, είμαστε σε θέση να εκτιμήσουμε τη διαχρονικότητα τής προσωπικότητάς του ως αναμορφωτή, αλλά και να κατανοήσουμε το σκεπτικό του, θεωρημένο μέσα από τις ανάγκες τής εποχής του. Να εμείνουμε ωστόσο κλείνοντας, στην επιμονή τού Αγίου για χρήση τής ελληνικής γλώσσας, ως αντίδραση στο κύμα εξισλαμισμού. Σήμερα, η γλώσσα βάλλεται ανελέητα, όπως και τα περισσότερα ιδανικά για τα οποία εργάσθηκε ο Άγιος Κοσμάς. Η γλώσσα ίσως βάλλεται με τον πιο υπόγειο και δυσνόητο να τον αντιληφθούμε, τρόπο. Οι περισσότεροι, κυρίως νέοι, δεν χρησιμοποιούν τούς ελληνικούς γραμματικούς χαρακτήρες όταν γράφουν, παρά τούς λατινικούς. Οι λέξεις που σχηματίζονται ονομάζονται γκρίκλις, και σιγά σιγά τείνουν να πάρουν τη θέση τής ‘’δύσκολης’’ και ‘’πολύπλοκης’’ για πολλούς, ελληνικής γραφής. Δεν είναι απίθανο κάποτε, όταν το φαινόμενο γενικευθεί και πλέον φτάσει στο απροχώρητο, με κάποια ηλίθια νομοθεσία, όπως εκείνη που κατήργησε το πολυτονικό σύστημα γραφής, χατίρι όχι του μονοτονικού όπως λένε, αλλά τού ατονικού, να θεσπιστεί η χρήση των λατινικών χαρακτήρων στην ελληνική. Υπάρχουν θιασώτες δυστυχώς από τού νυν, και ας ελπίσουμε κάτι να αλλάξει, ώστε να μην φτάσουμε σε τέτοιο καταστροφικό σημείο. Και να αλλάξει κυρίως μέσα στις φιλοσοφικές σχολές, των οποίων το γόητρο και ο αρχιτεκτονικός νεοκλασσικισμός, έχουν χαθεί πίσω από την υπερβολικά αντιαισθητική αφισοκόλληση. Τούς αυστηρά κομματικοποιημένους φοιτητές, και συνδικαλίζοντες καθηγητές. Ορθό το αίτημα τής καλύτερης κοινωνίας, γι’ αυτήν πάλευε κι ο Πατροκοσμάς με πενιχρότερα μάλιστα μέσα, αλλά δεν θυσίαζε το ένα ιδανικό για την ανάδειξη ενός άλλου, ούτε βεβαίως έψαχνε τη λύση σε ξένες προς τις ρίζες μας αρχές, ή ακόμα ακόμα σύμβολα γραφής, λες κι εμάς ξαφνικά διεγράφη η ιστορία μας και χρειαζόμαστε ‘’ιεραποστόλους’’ εξ αλλοδαπής για να μας μάθουν γραφή!

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αναστασάκης Ι., Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός ή Πατροκοσμάς, ένας διδάσκαλος τού Γένους, Αθήνα 1980
Καντιώτης Α., Κοσμάς ο Αιτωλός, 1977
Μιχαλόπουλος Φ., Κοσμάς ο Αιτωλός, Αθήνα 1971
Πολίτης Δ., Οι κοινωνικές ιδέες τού Κοσμά Αιτωλού
Pouqueville F.C., Voyage de la Grèce
Σάθας Κ., Ιστορία τής Τουρκοκρατούμενης Ελλάδας, τ. Α’-Δ’, εκδ. Κ. Τσαούσης, Αθήνα
 


Ακούστε live  και την ομιλία στο επόμενο VIDEO
 







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου